Ένας στους πέντε θανάτους παγκοσμίως συνδέεται με ελλιπή διατροφή
Οι πληθυσμοί σχεδόν κάθε περιοχής παγκοσμίως θα επωφελούνταν από μία εκ νέου προσαρμογή των διατροφικών τους συνηθειών, σύμφωνα με έρευνα του Global Burden of Disease (GBD), που δημοσιεύτηκε στο The Lancet.
Η έρευνα συγκέντρωσε τα ποσοστά κατανάλωσης 15 διαφορετικών διαιτητικών παραγόντων (δίαιτες φτωχές σε φρούτα, λαχανικά, όσπρια, σιτηρά ολικής άλεσης, καρπούς και σπόρους, γάλα, φυτικές ίνες, ασβέστιο, ω-3 λιπαρά οξέα στα θαλασσινά, πολυακόρεστα λιπαρά, και δίαιτες υψηλές σε επεξεργασμένα κρέατα, σακχαρούχα αναψυκτικά, τρανς λιπαρά οξέα και νάτριο) σε 195 χώρες από το 1990 έως το 2017. Σύμφωνα με τους ερευνητές του GBD, ένας στους πέντε θανάτους παγκοσμίως – ένας αριθμός που μεταφράζεται σε 11 εκατομμύρια περίπου θανάτους- συνδέεται με τις φτωχές διατροφικές συνήθειες.
Μάλιστα, αρκετό ενδιαφέρον έχει ότι το 2017, οι περισσότεροι θάνατοι σχετίστηκαν όχι τόσο με μία διατροφή υψηλή σε ”ανθυγιεινές” τροφές, όπως τρανς λιπαρά και ζαχαρώδη αναψυκτικά, αλλά με μία διατροφή ελλειπή στις απαραίτητες ”υγιεινές” τροφές, όπως τα δημητριακά ολικής άλεσης και τα φρούτα και λαχανικά.
Αυτό επιβεβαιώνει υποψίες χρόνων της επιστημονικής κοινότητας: η διατροφή φτωχή σε θρεπτικά συστατικά είναι η αιτία για τους περισσότερους θανάτους παγκοσμίως. Όπως υπογράμμισε και ο υπεύθυνος της μελέτης, Dr Christopher Murray, ”ενώ το αλάτι η ζάχαρη και το λίπος βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι υπολογισμοί μας υποδεικνύουν ότι οι κύριοι διαιτητικοί παράγοντες κινδύνου είναι είτε η υψηλή πρόσληψη νατρίου είτε η χαμηλή πρόσληψη θρεπτικών τροφών, όπως δημητριακά ολικής άλεσης, φρούτα, ξηροί καρποί και σπόροι, και λαχανικά.”
Η έρευνα του GBD, εξετάζοντας την περιεκτικότητα των 15 διαιτητικών στοιχείων στις διατροφές των διαφορετικών χωρών, εντόπισε ότι οι δίαιτες υψηλές σε νάτριο, χαμηλές σε δημητριακά ολικής άλεσης και χαμηλές σε φρούτα, αποτελούσαν την αιτία περισσότερο από τους μισούς θανάτους που σχετίζονταν με τη διατροφή το 2017. Οι αιτίες των θανάτων αυτών, περιλάμβαναν 10 εκατομμύρια θανάτους από καρδιαγγειακές ασθένειες, 913.000 από καρκίνους και σχεδόν 339.000 από διαβήτη τύπου 2.
Aκόμα, παρόλο που κάποιες χώρες κατάφεραν να καταναλώνουν επαρκώς κάποια από αυτά τα θρεπτικά συστατικά, οι ερευνητές εντόπισαν ότι καμία περιοχή παγκοσμίως δεν καταναλώνει τα ιδανικά ποσά και από τους 15 αυτούς διαφορετικούς διαιτητικούς παράγοντες.
Οι περισσότερες ελλείψεις παγκοσμίως εντοπίστηκαν στα ποσοστά κατανάλωσης καρπών και σπόρων, γάλακτος και δημητριακών ολικής άλεσης. Για παράδειγμα, η κατανάλωση των καρπών και σπόρων παγκοσμίως φτάνει, σε μέσο όρο, μόλις στο 12% της συνιστώμενης ποσότητας.
Από την άλλη, τα μεγαλύτερα και πιο επικίνδυνα ποσοστά κατεγράφησαν στην κατανάλωση σακχαρωδών αναψυκτικών, επεξεργασμένου κρέατος και νατρίου. Για παράδειγμα, η κατανάλωση αναψυκτικών παγκοσμίως, φτάνει στο δεκαπλάσιο της συνιστώμενης κατανάλωσης.
Το μέγεθος των αποτελεσμάτων της έρευνας, υποδεικνύει την ανάγκη του επαναπροσδιορισμού στις διατροφικές συνήθειες και επιλογές, αλλά και την αποτυχία των ως τώρα εφαρμοζόμενων καμπανιών για τη διατροφή, σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως υπογράμμισαν και οι συγγραφείς της έρευνας, αναδεικνύεται η σημασία μίας καινούριας προσέγγισης στην υγιεινή διατροφή, που θα επικεντρωθεί στην προώθηση των θρεπτικών τροφίμων που περιλαμβάνει η ιδανική ανθρώπινη διατροφή, αντί της έμφασης που δίνεται επί του παρόντος στον περιορισμό των ”ανθυγιεινών” τροφίμων.
Τέλος, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι ερευνητές τόνισαν τη σημασία που έχει το να δείξουν οι διατροφικές αλλαγές που ιδανικά θα ακολουθήσουν την απαραίτητη ευαισθησία στην επίδραση που έχει η ανθρώπινη βιομηχανία τροφίμων στο περιβάλλον, ώστε να αποφευχθεί αρνητικό αντίκτυπο στην κλιματική αλλαγή, τη βιοποικιλότητα, την υποβάθμιση του εδάφους και την εξάντληση των αποθεμάτων φρέσκου νερού.