Ανορεξία και σωματικό βάρος: νέα δεδομένα

No Comments

Ανορεξία και σωματικό βάρος: νέα δεδομένα

Tο γεγονός ότι η ανορεξία αφορά στα κιλά ενός ατόμου, αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους μύθους για τη διαταραχή. Ο περισσότερος κόσμος -αλλά και τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM- θεωρεί ότι η ανορεξία συνδέεται με το πολύ χαμηλό σωματικό βάρος. Μάλιστα, σε πολλές χώρες, αυτό αποτελεί το βασικό κριτήριο και στους ιατρικούς κύκλους για να δεχτεί θεραπεία ένας ασθενής.

Κι όμως, πρόσφατη μελέτη από την Αυστραλία έρχεται να επιβεβαιώσει ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι: ένα 31% των εφήβων που εισάγονται στο νοσοκομείο με νευρική ανορεξία, εμφανίζουν όλα τα συμπεριφορικά και σωματικά συμπτώματα της ασθένειας, χωρίς να είναι ελλιποβαρείς.

Η διαιτολόγος Melissa Whitelaw του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, εξέτασε 171 ανορεκτικούς ασθενείς από 12 έως 19 ετών, που εισήχθησαν στο πρόγραμμα διατροφικών διαταραχών του  Royal Children’s Hospital της Μελβούρνης, ανάμεσα στο 2005 και 2013.

Τα ευρήματα:

-51% των ασθενών εμφάνιζε ‘’άτυπη’’ ανορεξία- δηλαδή, εμφανή ψυχοπαθολογία της διατροφικής διαταραχής, χωρίς να είναι ελλιποβαρείς

-Η μεγάλη απώλεια βάρους και όχι το πολύ χαμηλό βάρος, βρέθηκε συνδεδεμένη με τους πολύ χαμηλούς καρδιακούς παλμούς, σε σημείο να απειλείται η ζωή των ασθενών- μία επιπλοκή της ανορεξίας που επιβάλλει την εισαγωγή στο νοσοκομείο

-Οι ασθενείς με ‘’μη τυπική’’ ανορεξία, υπέφεραν επίσης από χαμηλή πίεση του αίματος και διαταραχή ηλεκτρολυτών.

-Καμία επιπλοκή δε βρέθηκε ανεξάρτητα συνδεδεμένη με το πολύ χαμηλό βάρος, που θεωρείται το τυπικό σύμπτωμα-ορόσημο της ανορεξίας

-Κανένας από τος ασθενείς δε βρισκόταν υπό παρακολούθηση από κάποιον επαγγελματία υγείας για την απώλεια βάρους του, τη σχέση του με το φαγητό ή τις μεθόδους μέσω των οποίων έχασε βάρος

-Οι ασθενείς με ‘’μη τυπική’’ ανορεξία μπορεί να είχαν απώλεια περίπου του 1/4 του σωματικού τους βάρους, όμως το σώμα μπορεί να μπει σε αυτό που ονομάζουμε  “starvation mode’’ -κάτι σαν ‘’λειτουργία σε συνθήκες λιμού’’ – ακόμα και αν χαθεί πολύ γρήγορα μόλις το 10% του σωματικού βάρους, προκαλώντας πολύ χαμηλούς καρδιακούς παλμούς για τη διατήρηση της ενέργειας του σώματος

Όπως πολύ συχνά συμβαίνει, οι ασθενείς με μη τυπική ανορεξία, μπορεί να ενθαρρύνονται από ασθενείς ή επαγγελματίες υγείας να χάσουν βάρος, και οι συνεχιζόμενοι έπαινοι και ενθάρρυνση για τη ‘’βελτιωμένη’’ εξωτερική τους εικόνα, τους ωθεί σε περαιτέρω απώλεια βάρους.

Όπως τονίζει η Whitelaw ‘εάν κάποιος έφηβος χάνει βάρος, ανεξάρτητα του τι βάρος έχει, πρέπει να παρακολουθείται από κάποιο επαγγελματία υγείας, για να βεβαιώνεται ότι η απώλεια βάρους είναι υγιής και γίνεται σταδιακά’. Ακόμα, πολύ βασικό: ‘Πρέπει να παρακολουθείται η διαιτητική πρόσληψη του ασθενούς, καθώς και η σχέση του με το φαγητό, για τυχόν σημάδια ότι εμφανίζει κάποια διατροφική διαταραχή. Σε μεγάλες απώλειες βάρος, συνίσταται επιπλέον και προσεκτική αξιολόγηση της ιατρικής κατάστασης του ασθενούς.’

Ο περισσότερος κόσμος μπορεί να αντιληφθεί γιατί ένας ελλιποβαρής ασθενής χρειάζεται να αυξήσει το βάρος του, αλλά εκπλήσσεται όταν πρόκειται για κάποιον μέσα ή και πάνω από το υγιές εύρος σωματικού βάρους.

Κι όμως, όταν ένα σώμα, οποιουδήποτε βάρους, φτάσει σε αυτή τη ‘’λειτουργία λιμού’’, ο μόνος τρόπος για να αυξηθούν οι παλμοί της καρδιάς, είναι η επαναπρόσληψη τροφής και η αύξηση βάρους.

Έτσι, ‘oι οικογένειες, οι δάσκαλοι, οι γυμναστές και οποιοσδήποτε από τον κύκλο τους, δεν πρέπει να καθυστερήσει να αναζητήσει βοήθεια για έφηβους με ανησυχητικά μοτίβα στη διατροφή και απώλεια βάρους, ακόμα και αν δεν πρόκειται για ελλιποβαρή άτομα’, σύμφωνα με τη διαιτολόγο.

Η ανάγκη έχει από καιρό εμφανιστεί, αλλά και με τα νέα δεδομένα, η Whitelaw εξέφρασε την επιτακτικότητα της αλλαγής των διαγνωστικών κριτηρίων του DSM για τη νευρική ανορεξία, όπου το βάρος του ασθενούς είναι ο πρώτος παράγοντας που λαμβάνεται υπόψιν ώστε να διαγνωστεί η διαταραχή.

Πράγματι, οι μη ελλιποβαρείς ασθενείς με ανορεξία, εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο με τους ‘’κατά-DSM’’ ανορεκτικούς ασθενείς, καθώς και όμοιο βίωμα. Και ενώ η αμηνόρροια που μέχρι πρότινος εντασσόταν στα κριτήρια της νευρικής ανορεξίας, αφαιρέθηκε από το DSM, το βάρος συνεχίζει να θεωρείται από πολλούς στον ιατρικό κόσμο βασικό σύμπτωμα, θέτοντας πολλούς ασθενείς σε κίνδυνο να μη λάβουν εγκαίρως ή ολοκληρωμένα την απαραίτητη θεραπεία.

Τελικά, όπως η Whitelaw πολύ σωστά προτείνει: ‘Οφείλουμε να επαν-ορίσουμε την ανορεξία, καθότι ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών με ανορεξία είναι μη τυπικά ασθενείς, και έτσι δυσκολότερο να διαγνωστούν. Ο ορισμός δεν έπρεπε να αναφέρεται στην απώλεια βάρους, και όχι απλά στο χαμηλό σωματικό βάρος.’