Από τις προϊστορικές ήδη περιόδους, που ο άνθρωπος ήταν κυνηγός και συλλέκτης, και όπου η τροφή ήταν δυσεύρετη, τα σώματά μας ήταν προγραμματισμένα να ζητούν αλάτι, λίπος, και ζάχαρη, και ο εγκέφαλος μας, μάλιστα, να παίρνει πολύ μεγάλη ευχαρίστηση από αυτά. Ο λόγος φυσικά ήταν η επιβίωση, μιας η φυσική ζάχαρη των φρούτων υποδήλωνε ότι αυτά ήταν ώριμα και κατάλληλα προς βρώση, το λίπος του εξασφάλιζε αρκετή ενέργεια για τις ημέρες που δεν θα είχε τροφή και το αλάτι τον προστάτευε από την αφυδάτωση. Αυτός ο βιολογικός μηχανισμός συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα. Πώς μπορούμε, λοιπόν, στην εποχή μας, όπου το αλάτι, η ζάχαρη, το λίπος είναι παντού στις τροφές που καταναλώνουμε, να υπερνικήσουμε αυτή τη φυσική μας επιθυμία;
Σύμφωνα με μελέτες των τελευταίων ετών, υπάρχουν πλέον στοιχεία ότι εάν για μερικές εβδομάδες αποκλείσουμε από τη διατροφή μας τα junk φαγητά και τα επεξεργασμένα τρόφιμα, το αίσθημα της γεύσης μας θα αρχίσει να μεταβάλλεται, κι έτσι σιγά-σιγά, να μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την ανάγκη μας για όλο και μεγαλύτερες ποσότητες αλατιού, ζάχαρης και λίπους, επιστρέφοντας σε μία φυσιολογική και υγιή κατανάλωσή τους.
Όπως ακριβώς, δηλαδή, οι γευστικοί μας κάλυκες, ο εγκέφαλος και το σώμα μας συνήθισε να καταναλώνει τέτοιες μεγάλες ποσότητες, χωρίς στην πραγματικότητα να τις έχει ανάγκη, έτσι ακριβώς, εάν αρχίσουμε σταδιακά να μειώνουμε -ή εάν αποκλείσουμε τελείως, για ένα μικρό διάστημα- το αλάτι, τη ζάχαρη και το λίπος που καταναλώνουμε, τα αποτελέσματα θα είναι ανάλογα: το αίσθημα της γεύσης μας θα γίνει περισσότερο ευαίσθητο στη γεύση του λίπους, στο γλυκό και το αλμυρό, με αποτέλεσμα να ικανοποιείται με μικρότερες ποσότητες λίπους, αλατιού και ζάχαρης.
Άτομα που έχουν για λόγους υγείας αναγκαστεί να ακολουθήσουν μία διατροφή περιορισμένη σε νάτριο, στο πέρας του χρόνου αρχίζουν να γεύονται φαγητά με περισσότερο αλάτι ως ‘’υπερβολικά αλμυρά’’, προτιμώντας τελικά λιγότερο αλάτι στις τροφές που θα καταναλώσουν. Το ίδιο μπορεί να συμβεί, για παράδειγμα, σε κάποιον που ως παιδί δεν κατανάλωνε γλυκά- η ποσότητα γλυκού που χρειάζεται ως ενήλικας, καθώς η γλώσσα του δεν έχει ‘’εκπαιδευτεί’’-συνηθίσει-εθιστεί στη γλυκιά γεύση, είναι σαφώς μικρότερη από κάποιον άλλον που ως παιδί κατανάλωνε καθημερινά γλυκά.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι όπως το σώμα μας μπορεί να εθιστεί στις υπερβολικές ποσότητες αλατιού, ζάχαρης και λίπους, μέσα από τη διατροφή που για πολλά χρόνια μπορεί να ακολουθούμε, μπορεί αντίστοιχα να επαναπρογραμματιστεί, και μάλιστα να αναγνωρίσει ακόμα σαφέστερα τις γεύσεις αυτές καθαυτές. Μάλιστα, η ευχαρίστηση που ο εγκέφαλος τελικά θα δεχθεί, θα παραμείνει η ίδια: αναλογιστείτε ότι αν φάμε δύο κομμάτια τούρτα, η εγκεφαλική απόλαυση που παίρνουμε από το δεύτερο, μειώνεται παρά αυξάνει- το σήμα για την απελευθέρωση των ορμονών της απόλαυσης έχει ήδη δοθεί στην πρώτη μας μπουκιά. Αυτό που αλλάζει, είναι η εθιστική δράση τέτοιων τροφών, που μας κάνει να ζητάμε όλο και περισσότερο για να ικανοποιηθούμε.
Είναι μία καλή ιδέα, έστω σαν πείραμα για να έρθουμε σε καλύτερη επαφή με το αίσθημα της γεύσης και το σώμα μας, να προσπαθήσουμε σταδιακά να μειώσουμε, μέρα τη μέρα, την ποσότητα αλατιού που βάζουμε στο φαγητό μας, τη ζάχαρη που καταναλώνουμε καθημερινά- από τον καφέ μέχρι τα γλυκά μετά το φαγητό- και την ποσότητα ανθυγιεινών λιπών (από την υπερβολική κατανάλωση κρέατος μέχρι τα πατατάκια και το junk food) για 2-3 εβδομάδες. Ακόμα καλύτερα, αν μπορούμε να δεσμευτούμε σε μία διατροφή με μόνο το φυσικό αλάτι, ζάχαρη και λίπος των τροφών, για ένα τέτοιο διάστημα.
Θα δούμε, σιγά-σιγά, την ικανότητα του σώματος μας να προσαρμόζεται, θα αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε διαφορετικά την κάθε γεύση, και, κατά πάσα πιθανότητα, ο εγκέφαλός μας θα επιστρέψει τελικά να επιθυμεί μικρότερες ποσότητες αλατιού, ζάχαρης και λίπους.
Μόνο για την παρατήρηση και την ανάκτηση μίας περισσότερο συνειδητής διατροφής, αξίζει τη δοκιμή.