Υπάρχει άπειρο υλικό, τόσο σε βιβλία όσο και στο ίντερνετ, που κατηγορεί τη γλουτένη στη διατροφή μας. Οι διάφορες αντιλήψεις, θέλουν τη γλουτένη υπαίτια για την πρόκληση ανοσο-απόκρισης από το σώμα, άνοιας και άλλων εγκεφαλικών δυσλειτουργιών. Παράλληλα, θεωρείται υπεύθυνη για κοιλιακούς πόνους, πρηξίματα και άλλες διαταραχές του γαστρεντερικού. Όσα πολύ όμως είναι αυτό το υλικό που θέτει τη γλουτένη στο στόχαστρο, τόσο λίγα είναι τα επιστημονικά στοιχεία που υποστηρίζουν ότι μία διατροφή ελεύθερη γλουτένης μπορεί να ωφελήσει οποιονδήποτε- με εξαίρεση, φυσικά, όσους πάσχουν από κοιλιοκάκη.
Η κοιλιοκάκη, είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα, στο οποίο η γλουτένη, μία πρωτεΐνη που βρίσκεται στο αλεύρι, το σιτάρι και τη σίκαλη, προκαλεί φλεγμονές, απόκριση του ανοσοποιητικού και βλάβες στο γαστρεντερικό. Έτσι, μία διατροφή με αποκλεισμό της γλουτένης είναι ο πυρήνας για την ανακούφιση των ασθενών που πάσχουν από το νόσημα.
Από τη στιγμή που η κοιλιοκάκη έγινε περισσότερο γνωστή ως ασθένεια (και αντίστοιχα, ο αριθμός των πασχόντων από αυτήν αυξήθηκε), ξεκίνησε ένα τεράστιο κίνημα τόσο μέσω των ΜΜΕ όσο και των διαφόρων ειδικών, που εξυμνούσε -και έκανε μόδα- τα gluten free προϊόντα.
Επιπλέον, πέρα από την κοιλιοκάκη, και τη gluten free μόδα, με την υπερ-κατανάλωση δημητριακών και αμύλου τους δύο τελευταίους αιώνες, ανάμεσα στους καταναλωτές τροφίμων σήμερα, προέκυψε και αυτό που περιγράφεται ως μη κοιλιακή ευαισθησία στη γλουτένη ή NCGS (nonceliac gluten sensitivity). Πρόκεται στην ουσία, για συμπώματα στο γαστρεντεντερικό σύστημα (πρηξίματα, άλγος, εντερική κινητικότητα κλπ), που φαίνεται να προκύπτουν μετά την κατανάλωση τροφών που περιέχουν γλουτένη- ενώ υποχωρούν ή περιορίζονται με τον περιορισμό τους.
Αυτή τη στιγμή, υπολογίζεται ότι περισσότερο από ένα 2-3% του πληθυσμού, αποκλείουν τη γλουτένη στη διατροφή τους.
Τελικά, όμως, πόσο όφελος έχει, μία τέτοια διατροφή για οποιονδήποτε δεν πάσχει από κοιλιοκάκη;
Στην πραγματικότητα, όπως πρόσφατη έρευνα του The Harvard Medical School ανέδειξε, μία διατροφή ελεύθερης γλουτένης όχι μόνο δεν ωφελεί, αλλά μάλιστα, μπορεί και να βλάψει ένα άτομο που δεν ασθενεί από κοιλιοκάκη. Η έρευνα εξέτασε τις διατροφικές συνήθειες 64,714 γυναικών και 45,303 ανδρών στο πέρασμα 26 ετών. Όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα, οι υγιείς ενήλικες που απέκλεισαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα τη γλουτένη από τη διατροφή τους, είχαν έως και 15% αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων. Αυτό οφείλεται στη μειωμένη κατανάλωση σιτηρών και δημητριακών ολικής άλεσης- που έχουν προστατευτική δράση για την καρδιά.
Στα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν στο BMJ, οι ερευνητές παραδέχονται ότι χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να φανεί η σχέση αίτιου και αιτιατού των αποτελεσμάτων. Συμβουλεύει, όμως, πάραυτα όσοι επιμένουν (ή πρέπει) να ακολουθούν μια διατροφή ελεύθερη σε γλουτένη, να καταναλώνουν περισσότερα δημητριακά πλούσια σε φυτικές ίνες, όπως το μαύρο ρύζι, για να προασπίσουν τις καρδιαγγειακές λειτουργίες του σώματός τους.
Επιπλέον, μία ακόμα πρόσφατη έρευνα, έρχεται να προτείνει ότι ίσως ο πραγματικός ένοχος πίσω από την ευαισθησία που κάποιοι μπορεί να αντιμετωπίζουν στα προϊόντα με γλουτένη, δεν είναι η γλουτένη αυτή καθ’ αυτή, αλλά κάποια άλλο συστατικά, που ονομάζονται φρουκτάνες. Οι φρουκτάνες είναι ένας τύπος υδατανθράκων, που βρίσκεται σε δημητριακά όπως το αλεύρι, η σίκαλη και το σιτάρι, αλλά και σε τροφές ελεύθερες γλουτένης, όπως οι αγκινάρες, το σπαράγγι, και τα κρεμμύδια.
Οι ερευνητές διεξήγαγαν το πείραμά τους σε 59 άτομα που ακολουθούσαν διατροφή ελεύθερη γλουτένης λόγω δυσκολίας στην πέψη της. Σε ένα διάστημα 6 εβδομάδων όλοι οι συμμετέχοντες δοκίμασαν 3 διαφορετικά είδη μπάρας δημητριακών: η πρώτη περιείχε γλουτένη, η δεύτερη φρουκτάνες, και η τρίτη κανένα από τα δύο αυτά συστατικά. Έπειτα, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αξιολογήσουν πώς η κάθε μπάρα τους επηρέασε στην πέψη. Όπως φάνηκε, η μπάρα που περισσότερο ενόχλησε τους συμμετέχοντες, ήταν αυτή που περιείχε φρουκτάνες.
Επρόκειτο φυσικά, για μία μικρή μελέτη, είναι όμως η πιο πρόσφατη σε ένα αριθμό επερχόμενων ερευνών πάνω στο θέμα.
Από ότι φαίνεται όμως ήδη, με τα νέα δεδομένα, ίσως να ήμασταν εξ αρχής λάθος για τη γλουτένη- και να πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας αλλού.